ἀκοῦμαι

ἀκοῦμαι
ἀκέομαι
heal
fut ind mid 1st sg (attic epic doric aeolic)
ἀκέομαι
heal
pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic)
ἀκέω
pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακούμαι — ἀκοῡμαι (Α) βλ. ἀκέομαι …   Dictionary of Greek

  • άκος — ἄκος ( ως), το (Α) 1. θεραπευτικό μέσον, γιατρικό 2. μέσο ψυχικής ανακούφισης και παρηγοριάς, καταφυγή 3. μέσο για τήν επίτευξη κάποιου σκοπού 4. απρόσ. «ἄκος ἐστὶ μοι», μέ ωφελεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με τύπους,… …   Dictionary of Greek

  • εξακούμαι — ἐξακοῡμαι, έομαι (Α) 1. θεραπεύω εντελώς 2. αποζημιώνω 3. επανορθώνω κάτι κακό («δράσαντες δ ἐξακεῑσθαι πειρώμεθα», Πλάτ.) 4. καταπραΰνω («τότε κεν χόλον ἐξακέσαιο», Ομ. Ιλ.) 5. βοηθώ κάποιον («τούτοις τὰς τ ἐνδείας τῶν φίλων ἐξακοῡμαι», Ξεν.) 6 …   Dictionary of Greek

  • ευάκεστος — εὐάκεστος, ον (Α) αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ευίατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ακεστός (< ακούμαι), πρβλ. αν άκεστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”